ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΩ 002

Μετά το 2003 και τις επεμβάσεις των ισχυρών αυτού του κόσμου στο Ιράκ και το Αφγανιστάν που είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή των υποδομών των χωρων αυτών και την πλήρη αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής δημιουργήθηκαν νέα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Ευρώπη.Η διέλευση των οποίων γινόταν κυρίως μέσω της Ελλάδας και της Ιταλίας.
Το καλοκαίρι του 2015 υπήρξε μέχρι στιγμής η κορυφαία εκδήλωση αυτού του φαινομένου. Σε αυτήν συνετέλεσε κυρίως η διάλυση της Συρίας που σπαράσσεται από πολυετή εμφύλια διαμάχη αποτέλεσμα των διεθνών ανταγωνισμών καθώς και η οικονομική εξαθλίωση χωρών όπως το Ιράκ, Αφγανιστάν, Πακιστάν.
Η στάση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν εχθρική ως προς τους μετανάστες – πρόσφυγες. Εξαίρεση αποτέλεσε ένα κομμάτι των λαών της Ευρώπης που στάθηκε με αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αρνούνται μέχρι τώρα να δεχθούν μετανάστες – πρόσφυγες υψώνοντας συρματοπλέγματα. Στις περισσότερες χώρες αναδύθηκαν φασιστικά μορφώματα ενώ έγιναν ρατσιστικές επιθέσεις. Το τείχος του Έβρου παρέμεινε στη θέση του με αποτέλεσμα η μόνη δίοδος προς την Ευρώπη να είναι δια θαλάσσης με το Αιγαίο να μετατρέπεται σε υγρό τάφο εκατοντάδων ανθρώπων.
Η αναζήτηση λύσης των κυβερνώντων οδήγησε τον Μάρτιο του 2016 στην υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ της Ε.Ε. και Τουρκίας για την διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος, την οποία η κυβέρνηση εφαρμόζει κατά γράμμα. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να κλείσουν οριστικά τα σύνορα και ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών – προσφύγων να βρίσκεται εγκλωβισμένος στην Ελληνική επικράτεια υπό άθλιες συνθήκες σε κατάσταση εναγώνιας αναμονής της προδιαγεγραμμένης τελεσίδικης απόρριψης των αιτημάτων διεθνούς προστασίας τους και της άμεσης ενεργοποίησης των διαδικασιών απέλασης / επανεισδοχής .Ειδικότερα στα νησιά η προσχεδιασμένη καθυστέρηση των διαδικασιών ασύλου, η επιβολή γεωγραφικού περιορισμού, η απουσία οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης, οι μη βιώσιμες συνθήκες στα λεγόμενα hot spots ελλείψει αξιοπρεπούς σίτισης, στέγασης, υγιεινής και περίθαλψης ιδίως το χειμώνα έχει καταστήσει τη ζωή των ανθρώπων αβίωτη.
Η παραμονή και ο εγκλωβισμός χωρίς προοπτική για πολλούς μήνες έχει φέρει την απογοήτευση, εκνευρισμό και σε αδιέξοδο τους μετανάστες – πρόσφυγες. Η παραπάνω κατάσταση, που την κύρια πολιτική ευθύνη έχει η Ε.Ε., η κεντρική εξουσία (κυβέρνηση) καθώς και η τοπική (δήμος), αφήνει να διαχυθεί στην τοπική κοινωνία ο ρατσιστικός και φασιστικός λόγος ρίχνοντας την ευθύνη στους μετανάστες – πρόσφυγες για τις συνθήκες αυτές.
Για μας είναι ξεκάθαρο ότι χρέος κάθε τοπικής κοινωνίας είναι να σταθεί δίπλα στον κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτου φύλου, φυλής, χρώματος, θρησκείας που αγωνίζεται για μια καλύτερη ζωή. Οι μετανάστες – πρόσφυγες είναι κομμάτι της κοινωνίας, ζούμε και δουλεύουμε μαζί. Είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων να μπορούν να μετακινηθούν για να προστατευθούν από τον πόλεμο και την οικονομική εξαθλίωση, να ζουν εκεί που επιθυμούν.

 

ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΡΑΙΟΣ

 

 

Οι ρίζες του μίσους – Καστοριάδης

  • Πάντα φαινόταν σχεδόν αδύνατο οι ανθρώπινες ομάδες να αντιμετωπίζουν το διαφορετικό ως ακριβώς αυτό: απλώς διαφορετικό. Επίσης, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίζουν τους θεσμούς των άλλων ως ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους, αλλά απλώς ως διαφορετικούς. Η συνάντηση μίας κοινωνίας με άλλες συνήθως ανοίγει τον δρόμο για τρεις πιθανές εκτιμήσεις: οι άλλοι είναι ανώτεροι από εμάς, είναι ίσοι ή είναι κατώτεροι. Αν δεχτούμε ότι είναι ανώτεροι, οφείλουμε να απαρνηθούμε τους θεσμούς μας και να υιοθετήσουμε τους δικούς τους. Αν είναι ίσοι, θα μας ήταν αδιάφορο αν οι άλλοι είναι χριστιανοί ή ειδωλολάτρες. Οι δύο αυτές πιθανότητες είναι απαράδεκτες. Διότι αμφότερες προϋποθέτουν ότι το άτομο πρέπει να εγκαταλείψει τα σημεία αναφοράς του ή τουλάχιστον να τα θέσει υπό αμφισβήτηση.

    Δεν απομένει λοιπόν παρά η τρίτη πιθανότητα: οι άλλοι είναι κατώτεροι. Αυτό βεβαίως αποκλείει την πιθανότητα οι άλλοι να είναι ίσοι με εμάς, με την έννοια ότι οι θεσμοί τους απλώς δε συγκρίνονται με τους δικούς μας. Ακόμη και στην περίπτωση «μη θρησκευτικών» πολιτισμών, μία τέτοια παραδοχή θα δημιουργούσε αναπάντητα ερωτηματικά στο καθαρώς θεωρητικό επίπεδο: πώς αντιμετωπίζει κανείς κοινωνίες που δεν αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιβάλλουν στους πολίτες τους σκληρές ποινές ή έχουν απαράδεκτα έθιμα;

    Ο δρόμος προς την αναγνώριση του διαφορετικού αρχίζει στο ίδιο σημείο και έχει τα ίδια κίνητρα με την αμφισβήτηση των δεδομένων θεσμών της κοινωνίας, την απελευθέρωση των σκέψεων και των πράξεων, εν ολίγοις τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας. Εδώ μπαίνει κανείς σε πειρασμό να πει ότι το άνοιγμα της σκέψης και ο μερικός και σχετικός εκδημοκρατισμός των πολιτικών καθεστώτων της Δύσης συνοδεύτηκαν από την παρακμή του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ωστόσο, δε μπορούμε να δεχτούμε αυτήν την ιδέα χωρίς να θέσουμε ισχυρούς περιορισμούς. Αρκεί να σκεφτούμε με πόσο ακραία επιθετικότητα επανεμφανίστηκε ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός τον 20ό αιώνα σε χώρες «ανεπτυγμένες» και «δημοκρατικές». Ολα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ αφορούν στον αποκλεισμό του άλλου. Δεν αρκούν για να «εξηγήσουμε» γιατί αυτός ο αποκλεισμός γίνεται διάκριση, περιφρόνηση, απομόνωση και τελικά μίσος, λύσσα και δολοφονική τρέλα. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρξει γενική «εξήγηση».

    Μπορώ μόνο να αναφέρω έναν παράγοντα που αφορά στις μαζικές εκρήξεις εθνικού και
    ρατσιστικού μίσους στη σύγχρονη εποχή. Η κατάρρευση, στις καπιταλιστικές κοινωνίες, σχεδόν όλων των αρχών είχε ως επίπτωση τη συσπείρωση για λόγους ταύτισης γύρω από τη «θρησκεία», το «έθνος» ή τη «ράτσα», και όξυνε το μίσος προς τους ξένους. Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στις μη ευρωπαϊκές κοινωνίες που υφίστανται το σοκ της εισβολής του μοντέρνου τρόπου ζωής, άρα και την κονιοποίηση των παραδοσιακών σημείων αναφοράς με τα οποία ταυτίζονται τα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του θρησκευτικού και/ή εθνικού φανατισμού.

    Μία τελευταία παρατήρηση που αφορά στο ρατσισμό. Το κύριο και καθοριστικό
    χαρακτηριστικό του ρατσισμού είναι η «απαραίτητη μη μετατρεψιμότητα» του άλλου. Ο
    θρησκευτικά μισαλλόδοξος δέχεται με χαρά τον προσηλυτισμό των απίστων, ο «λογικά»
    εθνικιστής χαίρεται όταν ξένα εδάφη προσαρτώνται στη χώρα του και οι κάτοικοι τους
    «αφομοιώνονται» Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση του ρατσιστή. Οι γερμανοί εβραίοι θα ήθελαν να παραμείνουν πολίτες του Τρίτου Ράιχ -αλλά οι ναζιστές ούτε να το ακούσουν.

    Ακριβώς γιατί στην περίπτωση του ρατσισμού το αντικείμενο του μίσους πρέπει να είναι «μη μετατρέψιμο». Γι’ αυτό ο ρατσιστής επικαλείται ή εφευρίσκει δήθεν φυσικά (βιολογικά), άρα μη μετατρέψιμα, χαρακτηριστικά του αντικειμένου του μίσους του: το χρώμα του δέρματός του, τα διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου του. Τέλος, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να συνδέσουμε αυτήν την ακραία μορφή του μίσους προς τον άλλο με το πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο και πιο συγκρατημένο είδος μίσους: το μίσος προς τον εαυτό μας

    Κορνήλιος Καστοριάδης